φαλλός

φαλλός
ο
1. ομοίωμα αντρικού γεννητικού οργάνου από ξύλο συκιάς ή από δέρμα ζώου ή από πηλό, που το περιέφεραν σε πομπή οι οργιαστές στις βακχικές γιορτές ως σύμβολο παραγωγής και γονιμότητας.
2. (ιατρ.), η αρχική καταβολή των εξωτερικών γεννητικών οργάνων στο έμβρυο, το γεννητικό φύμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φαλλός — membrum virile masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλλός — Ομοίωμα του αντρικού μορίου, που οι αρχαίοι Έλληνες το θεωρούσαν σύμβολο γονιμότητας. Το χρησιμοποιούσαν στις διονυσιακές και βακχικές πομπές, και το κατασκεύαζαν από ξύλο συκιάς, πηλό ή δέρμα. Στην αρχαία Αθήνα, μια γιορτή που είχε καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • φαλλοῖς — φαλλός membrum virile masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλλοῖσι — φαλλός membrum virile masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλλοί — φαλλός membrum virile masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλλοῦ — φαλλός membrum virile masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλλούς — φαλλός membrum virile masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλλέ — φαλλός membrum virile masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλλῶ — φαλλός membrum virile masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλλῷ — φαλλός membrum virile masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”