φαλλός — membrum virile masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλλός — Ομοίωμα του αντρικού μορίου, που οι αρχαίοι Έλληνες το θεωρούσαν σύμβολο γονιμότητας. Το χρησιμοποιούσαν στις διονυσιακές και βακχικές πομπές, και το κατασκεύαζαν από ξύλο συκιάς, πηλό ή δέρμα. Στην αρχαία Αθήνα, μια γιορτή που είχε καθαρά… … Dictionary of Greek
φαλλοῖς — φαλλός membrum virile masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλλοῖσι — φαλλός membrum virile masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλλοί — φαλλός membrum virile masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλλοῦ — φαλλός membrum virile masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλλούς — φαλλός membrum virile masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλλέ — φαλλός membrum virile masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλλῶ — φαλλός membrum virile masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλλῷ — φαλλός membrum virile masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)